- λαικαλέος
- λαικ-ᾰλέος, α, ον, = sq., Luc.Lex.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαικαλέος — λαικαλέος, α, ον (Α) αισχρός, πόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαικάζω + κατάλ. αλέος*] … Dictionary of Greek